τετραπλεύρων

τετραπλεύρων
τετράπλευρος
four-sided
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ζυγωματικός — ή, ό χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών στοιχείων τού προσώπου (α. «ζυγωματικά οστά» ζεύγος τετράπλευρων οστών τής άνω γνάθου που βρίσκονται το καθένα στις δύο πλάγια τού προσώπου και αποτελούν το υπόθεμα τών λεγόμενων μήλων β. «ζυγωματικός μυς» γ …   Dictionary of Greek

  • Ντεζάργκ, Ζιράρ — (Gιrard Desargues, Λιόν 1593 – 1662). Γάλλος μαθηματικός. Αφιερώθηκε αρχικά στη στρατιωτική μηχανική και με αφετηρία τα προβλήματά της οδηγήθηκε στη γεωμετρία· θεωρείται ένας από τους θεμελιωτές της σύγχρονης προβολικής γεωμετρίας. Στο Παρίσι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”